GREEK SURNAMES
Ως προς την καταγωγή του, ο ίδιος αναφέρει ότι ήταν Θραξ, καθώς πατέρας του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της Θράκης. Ο Όλορος ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή απέναντι από τη Θάσο και συνεπώς ευκατάστατος. Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στον Άλιμο και είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και έναν από τους γιούς του, τον Κίμωνα. Κατά την διάρκεια μιας εκστρατείας στην χερσόνησο της Κριμαίας, ο Μιλτιάδης παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, κόρη του Ολόρου, βασιλιά της Θράκης. Ο μέγας ιστορικός έλαβε κλασική μόρφωση και επηρεάσηκε από την σπουδαία φιλοσοφική παράδοση των Σοφιστών, αν και ήταν μάλλον αριστοκρατικής πολιτικής καταγωγής. Η συγγένεια και η συναναστροφή με τους κύκλους της αριστοκρατίας τον έφερε σε επαφή με ανθρώπους που διαμόρφωσαν την ιστορία της περιόδου για την οποία έγραψε. Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος.
Ο Θουκυδίδης ήταν περίπου 25-30 ετών όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431 π.Χ.). Αρρώστησε ο ίδιος κατά τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα μεταξύ 430 και 427 π.Χ. και εξόντωσε το ένα τέταρτο του πληθυσμού της, μεταξύ αυτών και τον ίδιο τον Περικλή. Το 424 π.Χ. εξελέγη στρατηγός και ανέλαβε τη διοίκηση 7 πλοίων που αγκυροβολούσαν στη Θάσο, πιθανότατα επειδή είχε παλαιότερες διασυνδέσεις στην περιοχή. Κατά το χειμώνα του 424/3 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας χτύπησε την Αμφίπολη, μια παραλιακή πόλη της Μακεδονίας στα δυτικά της Θάσου, η οποία είχε στρατηγική σημασία για την Αθηναϊκή Συμμαχία, λόγω της ναυπηγήσιμης ξυλείας που πρόσφερε η περιοχή και επειδή βρισκόταν κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου. Ο Αθηναίος διοικητής της μακεδονικής πόλης ζήτησε βοήθεια από τον στρατηγό Θουκυδίδη.
Ο Βρασίδας, γνωρίζοντας ότι οι δυνάμεις των Αθηναίων βρισκόταν στη Θάσο και επειδή φοβήθηκε ότι θα φτάσουν ενισχύσεις από τη θάλασσα, έσπευσε να προσφέρει ευνοϊκούς όρους παράδοσης στους κατοίκους της Αμφίπολης και οι τελευταίοι τούς δέχτηκαν. Έτσι, όταν ο Θουκυδίδης έφτασε, η πόλη βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών. Όπως ήταν επόμενο, η είδηση για την απώλεια της Αμφίπολης προκάλεσε μεγάλη πολιτική αναστάτωση στην Αθήνα. Για την αποτυχία του να σώσει την πόλη, ο Θουκυδίδης αναφέρει:
“Ήταν επίσης γραμμένο να εξοριστώ από την πατρίδα μου για είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα της Αμφίπολης και, όντας παρών και με τις δύο πλευρές της διαμάχης και κυρίως με τους Πελοποννήσιους λόγω της εξορίας μου, είχα το χρόνο να παρακολουθώ τις καταστάσεις κάπως αμερόληπτα.”
Με την ιδιότητα του εξόριστου και με βαθιά γνώση των τοπικών συνθηκών, όπως μαρτυρείται στο έργο του, ο οξυδερκής ιστορικός ταξιδεύει σχεδόν ελεύθερα στα θέατρα του πολέμου και έχει την ευκαιρία να δει τις διενέξεις από διαφορετικές πλευρές. Πιθανόν να ταξίδεψε και στη Σικελία κατά τη διάρκεια της Σικελικής Εκστρατείας. Σύμφωνα με τον Παυσανία, κάποιος Οινόβιος κατάφερε να περάσει ένα νόμο που επέτρεπε στο Θουκυδίδη να επιστρέψει από την εξορία, πιθανόν λίγο μετά την παράδοση της Αθήνας και το τέλος του πολέμου το 404 π.Χ. Ο Παυσανίας αναφέρει ακόμη ότι δολοφονήθηκε κατά την επιστροφή του στην Αθήνα. Πολλοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, θεωρώντας πως υπάρχουν ενδείξεις ότι έζησε μέχρι και το 397 π.Χ. Όπως και να έγινε, βέβαιο είναι ότι παρόλο που έζησε μετά το τέλος του πολέμου και την οριστική συντριβή της Αθήνας, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την Ιστορία του. Η διήγησή του διακόπτεται κάπως απότομα στο μέσο του έτους 411 π.Χ., υποδηλώνοντας ίσως ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Σύμφωνα με κάποια παράδοση, το κείμενό του βρέθηκε να τελειώνει με μία ανολοκλήρωτη πρόταση. Τα λείψανά του επιστράφηκαν στην πόλη της Παλλάδας και ενταφιάστηκαν στον οικογενειακό τάφο του Κίμωνα.
Οι μεταναστεύσεις
Προς
l.tzeferakos@yahoo.gr
Σήμερα στις 3:20 π.μ.
GREEK SURNAMES-ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗ. |
Posted: 15 Dec 2015 10:26 AM PST
Ο Θουκυδίδης η προέλευση των Ελλήνων και το όνομα Ελλάς---------
Όπως γνωρίζουμε ενδεχομένως από τα σχολικά μας χρόνια, ο Έλλην ιστορικός Θουκυδίδης
έζησε μεταξύ 460 – 398 π.Χ.. και έγινε παγκοσμίως γνωστός για τη
συγγραφή της κλασικής Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου.. Στο
έργο της ζωής του αφηγείται γεγονότα που συνέβησαν κατά τον εμφύλιο
πόλεμο μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης· ο Πελοποννησιακός Πόλεμος
κράτησε από το 431 έως το 404 π.Χ., με ένα επτάχρονο διάλειμμα “ύποπτης
ανακωχής”. Στο προοίμιο του έργου διαβάζουμε:
1. Θουκυδίδης, ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορίαν του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισεν ευθύς εξ αρχής της εκρήξεώς του, διότι προείδεν ότι θ’ απέβαινε μεγάλος και περισσότερον αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον, και εσυμπέραινε τούτο από το γεγονός ότι αμφότερα τα Κράτη κατήρχοντο εις αυτόν, ενώ ευρίσκοντο εις την ακμήν της παντός είδους στρατιωτικής δυνάμεώς των, και ότι έβλεπε τους λοιπούς Έλληνας είτε τασσόμενους αμέσως, είτε διανοουμένους τουλάχιστον να ταχθούν προς το εν ή το άλλο μέρος. [1] Προοίμιον (1-23)
Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.
1. Θουκυδίδης, ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορίαν του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισεν ευθύς εξ αρχής της εκρήξεώς του, διότι προείδεν ότι θ’ απέβαινε μεγάλος και περισσότερον αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον, και εσυμπέραινε τούτο από το γεγονός ότι αμφότερα τα Κράτη κατήρχοντο εις αυτόν, ενώ ευρίσκοντο εις την ακμήν της παντός είδους στρατιωτικής δυνάμεώς των, και ότι έβλεπε τους λοιπούς Έλληνας είτε τασσόμενους αμέσως, είτε διανοουμένους τουλάχιστον να ταχθούν προς το εν ή το άλλο μέρος. [1] Προοίμιον (1-23)
Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.
Ο
Πελοποννησιακός Πόλεμος ανάμεσα στη Αθηναϊκή και την Πελοποννησιακή
Συμμαχία, υπό την ηγεμονία της Σπάρτης, διήρκεσε, με μερικές ανακωχές,
από το 431 π.Χ. έως το 404 π.Χ. και έληξε με την ολοκληρωτική ήττα των
Αθηναίων, δίνοντας τέλος στον πολιτισμικό «χρυσό αιώνα».
Ως
προς την καταγωγή του, ο ίδιος αναφέρει ότι ήταν Θραξ, καθώς πατέρας
του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της
Θράκης. Ο Όλορος ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή
απέναντι από τη Θάσο και συνεπώς ευκατάστατος. Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε
στον Άλιμο και είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και
στρατηγό Μιλτιάδη και έναν από τους γιούς του, τον Κίμωνα. Κατά την
διάρκεια μιας εκστρατείας στην χερσόνησο της Κριμαίας, ο Μιλτιάδης
παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, κόρη του Ολόρου, βασιλιά της Θράκης. Ο μέγας
ιστορικός έλαβε κλασική μόρφωση και επηρεάσηκε από την σπουδαία
φιλοσοφική παράδοση των Σοφιστών, αν και ήταν μάλλον αριστοκρατικής
πολιτικής καταγωγής. Η συγγένεια και η συναναστροφή με τους κύκλους της
αριστοκρατίας τον έφερε σε επαφή με ανθρώπους που διαμόρφωσαν την
ιστορία της περιόδου για την οποία έγραψε. Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι
ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος.
Ως προς την καταγωγή του, ο ίδιος αναφέρει ότι ήταν Θραξ, καθώς πατέρας του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της Θράκης. Ο Όλορος ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή απέναντι από τη Θάσο και συνεπώς ευκατάστατος. Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στον Άλιμο και είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και έναν από τους γιούς του, τον Κίμωνα. Κατά την διάρκεια μιας εκστρατείας στην χερσόνησο της Κριμαίας, ο Μιλτιάδης παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, κόρη του Ολόρου, βασιλιά της Θράκης. Ο μέγας ιστορικός έλαβε κλασική μόρφωση και επηρεάσηκε από την σπουδαία φιλοσοφική παράδοση των Σοφιστών, αν και ήταν μάλλον αριστοκρατικής πολιτικής καταγωγής. Η συγγένεια και η συναναστροφή με τους κύκλους της αριστοκρατίας τον έφερε σε επαφή με ανθρώπους που διαμόρφωσαν την ιστορία της περιόδου για την οποία έγραψε. Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος.
Ο Θουκυδίδης ήταν περίπου 25-30 ετών όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431 π.Χ.). Αρρώστησε ο ίδιος κατά τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα μεταξύ 430 και 427 π.Χ. και εξόντωσε το ένα τέταρτο του πληθυσμού της, μεταξύ αυτών και τον ίδιο τον Περικλή. Το 424 π.Χ. εξελέγη στρατηγός και ανέλαβε τη διοίκηση 7 πλοίων που αγκυροβολούσαν στη Θάσο, πιθανότατα επειδή είχε παλαιότερες διασυνδέσεις στην περιοχή. Κατά το χειμώνα του 424/3 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας χτύπησε την Αμφίπολη, μια παραλιακή πόλη της Μακεδονίας στα δυτικά της Θάσου, η οποία είχε στρατηγική σημασία για την Αθηναϊκή Συμμαχία, λόγω της ναυπηγήσιμης ξυλείας που πρόσφερε η περιοχή και επειδή βρισκόταν κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου. Ο Αθηναίος διοικητής της μακεδονικής πόλης ζήτησε βοήθεια από τον στρατηγό Θουκυδίδη.
Ο Βρασίδας, γνωρίζοντας ότι οι δυνάμεις των Αθηναίων βρισκόταν στη Θάσο και επειδή φοβήθηκε ότι θα φτάσουν ενισχύσεις από τη θάλασσα, έσπευσε να προσφέρει ευνοϊκούς όρους παράδοσης στους κατοίκους της Αμφίπολης και οι τελευταίοι τούς δέχτηκαν. Έτσι, όταν ο Θουκυδίδης έφτασε, η πόλη βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών. Όπως ήταν επόμενο, η είδηση για την απώλεια της Αμφίπολης προκάλεσε μεγάλη πολιτική αναστάτωση στην Αθήνα. Για την αποτυχία του να σώσει την πόλη, ο Θουκυδίδης αναφέρει:
“Ήταν επίσης γραμμένο να εξοριστώ από την πατρίδα μου για είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα της Αμφίπολης και, όντας παρών και με τις δύο πλευρές της διαμάχης και κυρίως με τους Πελοποννήσιους λόγω της εξορίας μου, είχα το χρόνο να παρακολουθώ τις καταστάσεις κάπως αμερόληπτα.”
Με την ιδιότητα του εξόριστου και με βαθιά γνώση των τοπικών συνθηκών, όπως μαρτυρείται στο έργο του, ο οξυδερκής ιστορικός ταξιδεύει σχεδόν ελεύθερα στα θέατρα του πολέμου και έχει την ευκαιρία να δει τις διενέξεις από διαφορετικές πλευρές. Πιθανόν να ταξίδεψε και στη Σικελία κατά τη διάρκεια της Σικελικής Εκστρατείας. Σύμφωνα με τον Παυσανία, κάποιος Οινόβιος κατάφερε να περάσει ένα νόμο που επέτρεπε στο Θουκυδίδη να επιστρέψει από την εξορία, πιθανόν λίγο μετά την παράδοση της Αθήνας και το τέλος του πολέμου το 404 π.Χ. Ο Παυσανίας αναφέρει ακόμη ότι δολοφονήθηκε κατά την επιστροφή του στην Αθήνα. Πολλοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, θεωρώντας πως υπάρχουν ενδείξεις ότι έζησε μέχρι και το 397 π.Χ. Όπως και να έγινε, βέβαιο είναι ότι παρόλο που έζησε μετά το τέλος του πολέμου και την οριστική συντριβή της Αθήνας, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την Ιστορία του. Η διήγησή του διακόπτεται κάπως απότομα στο μέσο του έτους 411 π.Χ., υποδηλώνοντας ίσως ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Σύμφωνα με κάποια παράδοση, το κείμενό του βρέθηκε να τελειώνει με μία ανολοκλήρωτη πρόταση. Τα λείψανά του επιστράφηκαν στην πόλη της Παλλάδας και ενταφιάστηκαν στον οικογενειακό τάφο του Κίμωνα.
Οι μεταναστεύσεις
Ο
Θουκυδίδης δεν έδωσε τίτλο στο έργο του, ούτε το χώρισε σε βιβλία. Η
διαίρεσή σε 8 βιβλία και ο τίτλος Θουκυδίδου Ιστορίαι ή Συγγραφή
οφείλονται στους αρχαίους γραμματικούς. Στο Α’ βιβλίο – μετά το προοίμιο
– ακολουθεί η λεγόμενη αρχαιολογία, η οποία αποτελεί σύγκριση μεταξύ
του Πελοποννησιακού πολέμου και προηγουμένων σημαντικών γεγονότων της
ελληνικής ιστορίας:
“Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.”
Σύμφωνα με το ίδιο, η Αττική – λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν – υπήρξεν ανέκαθεν απαλλαγμένη από στάσεις και για το λόγο αυτό διατήρησε πάντοτε τους ίδιους κατοίκους. Αντιθέτως, τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων. Ως τέτοιες περιοχές αναφέρει τη Θεσσαλία, την Βοιωτία, το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και από την υπόλοιπη Ελλάδα τα καλύτερα μέρη:
“Διότι είναι προφανές ότι η χώρα που καλείται σήμερον Ελλάς δεν ήτο μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλ’ εγίνοντο εις το παρελθόν συχναί μεταναστεύσεις και οι κάτοικοι χωρίς πολλάς δυσκολίας εγκατέλειπαν τας εστίας των, εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από νέους πολυαριθμοτέρους εκάστοτε εποίκους. Καθόσον ούτε το εμπόριον, όπως σήμερον διεξάγεται, υπήρχε τότε, ούτε ασφαλής διά ξηράς ή διά θαλάσσης συγκοινωνία, και καθένας εξεμεταλλεύετο το έδαφος, το οποιον είχε υπό την κατοχήν του, τόσον μόνον όσον ήρκει διά την συντήρησίν του. Ούτε πλούτον εσώρευαν, ούτε την γην εφύτευαν, τόσον μάλλον καθόσον αι εγκαταστάσεις των δεν ήσαν ωχυρωμέναι και ως εκ τούτου εφοβούντο μήπως από στιγμής εις στιγμήν άλλοι επιδρομείς επέλθουν και τους αφαιρέσουν κάθε τι που έχουν. Επειδή, εξ άλλου, επίστευαν ότι οπουδήποτε ημπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαίαν καθημερινήν τροφήν, εμετανάστευαν όχι απροθύμως και δι’ αυτό δεν ήσαν ισχυροί ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων, ούτε κατά την πολεμικήν γενικώς παρασκευήν. Αλλά τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων – όπως, λόγου χάριν, αι επαρχίαι, αι οποίαι σήμερον ονομάζονται Θεσσαλία και Βοιωτία, και το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός της Αρκαδίας, και από την άλλην Ελλάδα τα καλύτερα μέρη.”
“Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.”
Σύμφωνα με το ίδιο, η Αττική – λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν – υπήρξεν ανέκαθεν απαλλαγμένη από στάσεις και για το λόγο αυτό διατήρησε πάντοτε τους ίδιους κατοίκους. Αντιθέτως, τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων. Ως τέτοιες περιοχές αναφέρει τη Θεσσαλία, την Βοιωτία, το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και από την υπόλοιπη Ελλάδα τα καλύτερα μέρη:
“Διότι είναι προφανές ότι η χώρα που καλείται σήμερον Ελλάς δεν ήτο μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλ’ εγίνοντο εις το παρελθόν συχναί μεταναστεύσεις και οι κάτοικοι χωρίς πολλάς δυσκολίας εγκατέλειπαν τας εστίας των, εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από νέους πολυαριθμοτέρους εκάστοτε εποίκους. Καθόσον ούτε το εμπόριον, όπως σήμερον διεξάγεται, υπήρχε τότε, ούτε ασφαλής διά ξηράς ή διά θαλάσσης συγκοινωνία, και καθένας εξεμεταλλεύετο το έδαφος, το οποιον είχε υπό την κατοχήν του, τόσον μόνον όσον ήρκει διά την συντήρησίν του. Ούτε πλούτον εσώρευαν, ούτε την γην εφύτευαν, τόσον μάλλον καθόσον αι εγκαταστάσεις των δεν ήσαν ωχυρωμέναι και ως εκ τούτου εφοβούντο μήπως από στιγμής εις στιγμήν άλλοι επιδρομείς επέλθουν και τους αφαιρέσουν κάθε τι που έχουν. Επειδή, εξ άλλου, επίστευαν ότι οπουδήποτε ημπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαίαν καθημερινήν τροφήν, εμετανάστευαν όχι απροθύμως και δι’ αυτό δεν ήσαν ισχυροί ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων, ούτε κατά την πολεμικήν γενικώς παρασκευήν. Αλλά τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων – όπως, λόγου χάριν, αι επαρχίαι, αι οποίαι σήμερον ονομάζονται Θεσσαλία και Βοιωτία, και το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός της Αρκαδίας, και από την άλλην Ελλάδα τα καλύτερα μέρη.”
Χάρτης
του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στον χάρτη απεικονίζονται οι συμμαχίες
και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του πολέμου (ιταλικά).
Η
αύξηση του πλούτου επέφερε συγκρούσεις και πολλοί κατέφευγαν στην
ασφαλέστερη Αθήνα, η οποία με την πάροδο του χρόνου έγινε πολυάνθρωπος
και δεν μπορούσε να θρέψει τους κατοίκους της. Αρχικά, ο αποικισμός της
Ιωνίας έδωσε μια λύση στο πρόβλημα:
“Διότι η ευφορία της γης έφερεν αύξησιν της δυνάμεως ωρισμένων προσώπων, η οποία επροκάλει εμφυλίους σπαραγμούς, από τους οποίους τα διαμερίσματα αυτά εφθείροντο τόσον μάλλον, καθόσον ήσαν περισσότερον εκτεθειμένα εις εξωτερικάς επιδρομάς. Η Αττική, εν πάση περιπτώσει, λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν, υπήρξεν ανέκαθεν απηλλαγμένη από στάσεις και διά τον λόγον αυτόν διετήρησε πάντοτε τους ιδίους κατοίκους. Και έχομεν εδώ απόδειξιν του ισχυρισμού μου ότι, λόγω της μεταναστεύσεως, τα άλλα μέρη της Ελλάδος δεν ηυξήθησαν εις πληθυσμόν όπως η Αττική. Διότι οι δυνατώτεροι από εκείνους, όσοι, ένεκα εξωτερικών πολέμων ή εσωτερικών στάσεων εξεδιώκοντο από την άλλην Ελλάδα, κατέφευγαν εις τας Αθήνας ως εις τόπον ασφαλή, και, πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν την πόλιν, ευθύς από τους παλαιότατους χρόνους, ακόμη πλέον πολυάνθρωπον, εις τρόπον ώστε επειδή η Αττική απέβη ανεπαρκής διά τον πληθυσμόν της πόλεως οι Αθηναίοι απέστειλαν αποικίας εις την Ιωνίαν.
Το όνομα Ελλάς
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Έλλην ήταν γιος του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και απέκτησε τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξάνθο. Ο Αίολος και ο Δώρος μαζί με τους γιους του Ξάνθου, τον Αχαιό και τον Ίωνα, αποτέλεσαν τους γενάρχες των τεσσάρων κυριότερων ελληνικών φυλών που ήταν οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες. Το όνομα Έλληνες στα ομηρικά χρόνια δεν αντιστοιχούσε παρά μόνο σ’ ένα ελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην περιοχή γύρω από τον Σπερχειό ποταμό στη σημερινή Φθιώτιδα (αρχ. Φθία), το οποίο είχε ως ηγέτη του τον μυθικό ήρωα Αχιλλέα, επικεφαλής των περίφημων Μυρμιδόνων:
«οι τ’ είχον Φθίην ήδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα. > / Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί» (Ιλιάδα Β’ 683-4)
Οι Έλληνες στο έργο του Ομήρου αναφέρονται επίσης ως Αχαιοί, Παναχαιοί, Δαναοί, Αργείοι και Πανέλληνες:
«εγχείη δ’ εκέκαστο /ο Αίας ο ηγεμόνας των Λοκρών /Πανέλληνας και Αχαιούς» (Ιλιάδα Β’ 530).
Κατά τον Αριστοτέλη, αρχικά Ελλάς ήταν όνομα περιοχής κοντά στη Δωδώνη. Η ετυμολογία της λέξεως Έλλην έχει προκαλέσει διάφορες συζητήσεις. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι η λέξη προέρχεται από τους Σελλούς (<θ. σελ- = φωτίζω), ένα ελληνικό φύλο της Ηπείρου στο οποίο ανήκαν οι ιερείς της Δωδώνης. Ένα μέρος των Σελλών φέρεται να μετανάστευσε στη Φθία.
Μέχρι τον Τρωικό Πόλεμο, η Ελλάς δεν επιχείρησε τίποτα από κοινού:
“Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ’ αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα. Αλλ’ από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικράτηση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες, αλλ’ αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς.”
Ο Όμηρος δεν κάνει επίσης διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους:
“Ούτε βαρβάρους, άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων, λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετο διαδοχικώς από μίαν περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας. Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον εμπειρίαν της θαλάσσης.
“Διότι η ευφορία της γης έφερεν αύξησιν της δυνάμεως ωρισμένων προσώπων, η οποία επροκάλει εμφυλίους σπαραγμούς, από τους οποίους τα διαμερίσματα αυτά εφθείροντο τόσον μάλλον, καθόσον ήσαν περισσότερον εκτεθειμένα εις εξωτερικάς επιδρομάς. Η Αττική, εν πάση περιπτώσει, λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν, υπήρξεν ανέκαθεν απηλλαγμένη από στάσεις και διά τον λόγον αυτόν διετήρησε πάντοτε τους ιδίους κατοίκους. Και έχομεν εδώ απόδειξιν του ισχυρισμού μου ότι, λόγω της μεταναστεύσεως, τα άλλα μέρη της Ελλάδος δεν ηυξήθησαν εις πληθυσμόν όπως η Αττική. Διότι οι δυνατώτεροι από εκείνους, όσοι, ένεκα εξωτερικών πολέμων ή εσωτερικών στάσεων εξεδιώκοντο από την άλλην Ελλάδα, κατέφευγαν εις τας Αθήνας ως εις τόπον ασφαλή, και, πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν την πόλιν, ευθύς από τους παλαιότατους χρόνους, ακόμη πλέον πολυάνθρωπον, εις τρόπον ώστε επειδή η Αττική απέβη ανεπαρκής διά τον πληθυσμόν της πόλεως οι Αθηναίοι απέστειλαν αποικίας εις την Ιωνίαν.
Το όνομα Ελλάς
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Έλλην ήταν γιος του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και απέκτησε τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξάνθο. Ο Αίολος και ο Δώρος μαζί με τους γιους του Ξάνθου, τον Αχαιό και τον Ίωνα, αποτέλεσαν τους γενάρχες των τεσσάρων κυριότερων ελληνικών φυλών που ήταν οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες. Το όνομα Έλληνες στα ομηρικά χρόνια δεν αντιστοιχούσε παρά μόνο σ’ ένα ελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην περιοχή γύρω από τον Σπερχειό ποταμό στη σημερινή Φθιώτιδα (αρχ. Φθία), το οποίο είχε ως ηγέτη του τον μυθικό ήρωα Αχιλλέα, επικεφαλής των περίφημων Μυρμιδόνων:
«οι τ’ είχον Φθίην ήδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα. > / Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί» (Ιλιάδα Β’ 683-4)
Οι Έλληνες στο έργο του Ομήρου αναφέρονται επίσης ως Αχαιοί, Παναχαιοί, Δαναοί, Αργείοι και Πανέλληνες:
«εγχείη δ’ εκέκαστο /ο Αίας ο ηγεμόνας των Λοκρών /Πανέλληνας και Αχαιούς» (Ιλιάδα Β’ 530).
Κατά τον Αριστοτέλη, αρχικά Ελλάς ήταν όνομα περιοχής κοντά στη Δωδώνη. Η ετυμολογία της λέξεως Έλλην έχει προκαλέσει διάφορες συζητήσεις. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι η λέξη προέρχεται από τους Σελλούς (<θ. σελ- = φωτίζω), ένα ελληνικό φύλο της Ηπείρου στο οποίο ανήκαν οι ιερείς της Δωδώνης. Ένα μέρος των Σελλών φέρεται να μετανάστευσε στη Φθία.
Μέχρι τον Τρωικό Πόλεμο, η Ελλάς δεν επιχείρησε τίποτα από κοινού:
“Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ’ αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα. Αλλ’ από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικράτηση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες, αλλ’ αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς.”
Ο Όμηρος δεν κάνει επίσης διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους:
“Ούτε βαρβάρους, άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων, λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετο διαδοχικώς από μίαν περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας. Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον εμπειρίαν της θαλάσσης.
Έλλην και Ελλάς
Στο Λεξικό του Μπαμπινιώτη, αναφέρεται και ο τύπος Έλλοπες, ο οποίος προσδιόριζε κατοίκους της Δωδώνης και της βόρειας Εύβοιας. Ο Αριστοτέλης ορίζει τη Δωδώνη ως αρχική πατρίδα των Ελλήνων. Από μορφολογικής απόψεως θεωρείται ότι οι λέξεις Έλλην και Ελλάς αποτελούν παράγωγα του ουσ. Ελλοί – Έλλοι – Σελλοί, καθώς οι τύποι αυτοί απαντώνται στον ‘Ομηρο και τον Πίνδαρο. Ο Χριστιανός Ησύχιος ερμηνεύει ως εξής: Έλλοί· Έλληνες οι εν Δωδώνη και οι ιερείς». Όλοι αυτοί οι γλωσσικοί τύποι είναι αγνώστου ετύμου και σημασίας κατά τον κ. Μπαμπινιώτη. [3]
Όπως αναφέρθηκε ήδη, στον Όμηρο η λέξη περιορίζεται τοπικά στους Θεσσαλούς της Φθίας, ενώ η χρήση της αργότερα στο αρχ. επίθ. Ελλανοδίκαι αύξησε το κύρος της λόγω της σημασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Θουκυδίδης εξηγεί τη γεωγραφική επέκταση του όρου Έλληνες από τον μυθολογικό ήρωα Έλληνα, που ταξίδευε και δρούσε συχνά σε άλλες πόλεις. Ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος πιστεύει ότι ο όρος “Ελληνες χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει την κοινή προέλευση των διαφόρων φυλών του ελληνικού χώρου. [3]
Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Θουκυδίδης [2]
Το «Γένος των Γραικών»
Στην προεπαναστατική Ελλάδα αναβιώνει μια πανάρχαια ονομασία των Ελλήνων, οι ονομασία Γραικοί, που χρησιμοποιήθηκε πριν ακόμη καθιερωθεί η λέξη Έλληνες. Σε επιγραφή τού 4ου π.Χ. αι. διαβάζουμε: «”Ελληνες ωνομάσθησαν, το πρότερον Γραικοί καλούμενοι». Ο Αριστοτέλης (Μετεωρολογικά 1,352α) γράφει: “ώκουνν [ενν. στην περιοχή της Δωδώνης στην Ήπειρο] οι Σελλoί (πρόκειται για τους Ελλούς] και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες». Η πληροφορία του Αριστοτέλη και η γενικότερη παράδοση της αρχαιότητας συγκλίνουν στο ότι τόσο οι ονομασίες Γραικοί και Έλληνες όσο και η περιοχή της αρχικής εγκατάστασης των Ελλήνων τοποθετούνται στην περιοχή της Ηπείρου, γύρω από τη Δωδώνη και τα σημερινά Ιωάννινα.
Στους αλεξανδρινούς χρόνους, η ονομασία Γραικοί συναντάται λιγότερο αλλά παραλλήλως προς το Έλληνες. Στο Βυζάντιο παράλληλα με το Ρωμαίοι χρησιμοποιείται, σε περιορισμένη έκταση, και το Γραικοί, προσλαμβάνοντας την ειδικότερη σημασία «ελληνορθόδοξοι» κατ’ αντιδιαστολή προς το Έλληνες (= ειδωλολάτρες, πολυθεϊστές) και το Λατίνοι (= χριστιανοί της Δύσης / ρωμαιοκαθολικοί). Τον 15ο αιώνα, (στη Σύνοδο της Φλωρεντίας) αναφέρονται «συνελθόντες Λατίνοι τε και Γραικοί».
Στο Λεξικό του Μπαμπινιώτη, αναφέρεται και ο τύπος Έλλοπες, ο οποίος προσδιόριζε κατοίκους της Δωδώνης και της βόρειας Εύβοιας. Ο Αριστοτέλης ορίζει τη Δωδώνη ως αρχική πατρίδα των Ελλήνων. Από μορφολογικής απόψεως θεωρείται ότι οι λέξεις Έλλην και Ελλάς αποτελούν παράγωγα του ουσ. Ελλοί – Έλλοι – Σελλοί, καθώς οι τύποι αυτοί απαντώνται στον ‘Ομηρο και τον Πίνδαρο. Ο Χριστιανός Ησύχιος ερμηνεύει ως εξής: Έλλοί· Έλληνες οι εν Δωδώνη και οι ιερείς». Όλοι αυτοί οι γλωσσικοί τύποι είναι αγνώστου ετύμου και σημασίας κατά τον κ. Μπαμπινιώτη. [3]
Όπως αναφέρθηκε ήδη, στον Όμηρο η λέξη περιορίζεται τοπικά στους Θεσσαλούς της Φθίας, ενώ η χρήση της αργότερα στο αρχ. επίθ. Ελλανοδίκαι αύξησε το κύρος της λόγω της σημασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Θουκυδίδης εξηγεί τη γεωγραφική επέκταση του όρου Έλληνες από τον μυθολογικό ήρωα Έλληνα, που ταξίδευε και δρούσε συχνά σε άλλες πόλεις. Ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος πιστεύει ότι ο όρος “Ελληνες χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει την κοινή προέλευση των διαφόρων φυλών του ελληνικού χώρου. [3]
Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Θουκυδίδης [2]
Το «Γένος των Γραικών»
Στην προεπαναστατική Ελλάδα αναβιώνει μια πανάρχαια ονομασία των Ελλήνων, οι ονομασία Γραικοί, που χρησιμοποιήθηκε πριν ακόμη καθιερωθεί η λέξη Έλληνες. Σε επιγραφή τού 4ου π.Χ. αι. διαβάζουμε: «”Ελληνες ωνομάσθησαν, το πρότερον Γραικοί καλούμενοι». Ο Αριστοτέλης (Μετεωρολογικά 1,352α) γράφει: “ώκουνν [ενν. στην περιοχή της Δωδώνης στην Ήπειρο] οι Σελλoί (πρόκειται για τους Ελλούς] και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες». Η πληροφορία του Αριστοτέλη και η γενικότερη παράδοση της αρχαιότητας συγκλίνουν στο ότι τόσο οι ονομασίες Γραικοί και Έλληνες όσο και η περιοχή της αρχικής εγκατάστασης των Ελλήνων τοποθετούνται στην περιοχή της Ηπείρου, γύρω από τη Δωδώνη και τα σημερινά Ιωάννινα.
Στους αλεξανδρινούς χρόνους, η ονομασία Γραικοί συναντάται λιγότερο αλλά παραλλήλως προς το Έλληνες. Στο Βυζάντιο παράλληλα με το Ρωμαίοι χρησιμοποιείται, σε περιορισμένη έκταση, και το Γραικοί, προσλαμβάνοντας την ειδικότερη σημασία «ελληνορθόδοξοι» κατ’ αντιδιαστολή προς το Έλληνες (= ειδωλολάτρες, πολυθεϊστές) και το Λατίνοι (= χριστιανοί της Δύσης / ρωμαιοκαθολικοί). Τον 15ο αιώνα, (στη Σύνοδο της Φλωρεντίας) αναφέρονται «συνελθόντες Λατίνοι τε και Γραικοί».
Ο
δεινός αρχαιογνώστης Αδαμάντιος Κοραής και άλλοι προεπαναστατικοί
συγγραφείς και αγωνιστές (Ρήγας, Χριστόπουλος κ.ά.) μιλούν για το
«Γένος των Γραικών» και ο ανασκολοπισθείς Αθανάσιος Διάκος – αρνούμενος
να ενταχθεί στον οθωμανικό στρατό… – απαντά περήφανα στους Τούρκους:
«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Με την ίδρυση του νέου
ελληνικού κράτους, το όνομα Γραικοί αντικαθίσταται από το Έλληνες. Οι
Γραικοί, είτε ως κάτοικοι (αργότερα) της Γραίας στην Εύβοια και της
ευβοϊκής αποικίας Κύμης στην Κάτω Ιταλία είτε απευθείας (παλαιότερα)
από την περιοχή της Ηπείρου, έγιναν γνωστοί στους Ιταλούς, που τους
ονόμασαν Graeci, από όπου και οι ξενικές ονομασίες των Ελλήνων ως
Greek (αγγλ.), Grec (γαλλ.), Grieche (γερμ.). Ωστόσο, οι ξένοι
χρησιμοποιούν για το Ελλάς το Hellas, ως επίσημη ονομασία της Ελλάδας
στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παράλληλα προς τα ονόματα Greece (αγγλ.), Grece
(γαλλ.) και Griechenland στα γερμανικά.
Με το έργο του αθάνατου Θουκυδίδη θα ασχοληθούμε και σε επόμενα σημειώματα. Για την ώρα, θα καταλήξουμε με ένα μικρό και επίκαιρο απόσπασμα από τον περίφημο διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους:
ΜΗΛΕΙΟΙ: Πώς είναι δυνατόν να έχουμε εμείς το ίδιο συμφέρον να γίνουμε δούλοι σας όσο εσείς έχετε συμφέρον να μας υποτάξετε;
ΑΘΗΝΑΙΟΙ: Επειδή εσείς, αν υποταχθείτε, θ’ αποφύγετε την έσχατη καταστροφή και εμείς θα έχουμε κέρδος αν δεν σας καταστρέψουμε.
Ενδεικτική βιβλιογραφία και παραπομπές
[1] Προοίμιον (1-23), μετάφραση Ελευθέριου Βενιζέλου
[2] Αρχαίο κείμενο: «Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν [τῶν ἔργων] ἀτερπέστερον φανεῖται, ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει.
[3] Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας
[4]Η ελληνική πόλις – Glotz Gustave
[5] http://el.wikipedia.org/wiki
[6] Στα Αγγλικά: By Thucydides The History of the Peloponnesian War
Με το έργο του αθάνατου Θουκυδίδη θα ασχοληθούμε και σε επόμενα σημειώματα. Για την ώρα, θα καταλήξουμε με ένα μικρό και επίκαιρο απόσπασμα από τον περίφημο διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους:
ΜΗΛΕΙΟΙ: Πώς είναι δυνατόν να έχουμε εμείς το ίδιο συμφέρον να γίνουμε δούλοι σας όσο εσείς έχετε συμφέρον να μας υποτάξετε;
ΑΘΗΝΑΙΟΙ: Επειδή εσείς, αν υποταχθείτε, θ’ αποφύγετε την έσχατη καταστροφή και εμείς θα έχουμε κέρδος αν δεν σας καταστρέψουμε.
Ενδεικτική βιβλιογραφία και παραπομπές
[1] Προοίμιον (1-23), μετάφραση Ελευθέριου Βενιζέλου
[2] Αρχαίο κείμενο: «Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν [τῶν ἔργων] ἀτερπέστερον φανεῖται, ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει.
[3] Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας
[4]Η ελληνική πόλις – Glotz Gustave
[5] http://el.wikipedia.org/wiki
[6] Στα Αγγλικά: By Thucydides The History of the Peloponnesian War
===============================================================
GREEK SURNAMES
|
Posted: 25
Mar 2013 11:43 AM PDT
Επειδή έχουμε φτάσει στο σημείο, όπου θα πρέπει να
δίνονται απαντήσεις και για τα πλέον αυτονόητα, κι επειδή η προπαγάνδα όταν
μένει αναπάντητη, ισχυροποιείται στον μέσο νου ως η απόλυτη αλήθεια, καλό θα
είναι να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτόν τον στείρο «αντιαρχαιοελληνισμό» που έρπει
καιρό τώρα στα διάφορα μονοπάτια του διαδικτύου και όχι μόνο.
Πολλοί είναι λοιπόν
αυτοί -κι ανάμεσά τους και αρκετοί «μορφωμένοι»- που υποστηρίζουν πως δεν
υπήρχε το έθνος ως έννοια στους αρχαίους Έλληνες. Ένα ακλόνητο «επιχείρημα»
είναι πως ο χώρος της Ελλάδος ήταν χωρισμένος σε πόλεις-κράτη που ενίοτε
πολεμούσαν το ένα το άλλο.
Δυστυχώς όμως γι’
αυτούς, τους διαψεύδει η ίδια η ιστορία…
Παρ’ ότι η έννοια
«εθνικό κράτος» και όχι απλά έθνος άρχισε να σχηματοποιείται, έτσι όπως την
γνωρίζουμε σήμερα, κυρίως από τον 18ο αιώνα, εντούτοις ο όρος «έθνος» (αλλά
και «γένος»), δεν ήταν άγνωστος στον αρχαίο κόσμο. Ο Ηρόδοτος συχνά
χρησιμοποιεί τον όρο «έθνεο» για να περιγράψει τις διάφορες φυλές, ελληνικές
και μη που είχαν κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία κ.τ.λ. (π.χ. «…Ἄβαντες
μὲν ἐξ
Εὐβοίες εἰσὶ οὐκἐλαχίστη
μοῖρα, τοῖσι Ἰωνίης
μέτα οὐδὲ τοῦ οὐνόματος
οὐδέν, Μινύαι δὲ Ὀρχομένιοί
σφι ἀναμεμίχαται καὶ Καδμεῖοι
καὶ Δρύοπες καὶ Φωκέες ἀποδάσμιοι
καὶΜολοσσοὶ καὶ Ἀρκάδες
Πελασγοὶ καὶ Δωριέες Ἐπιδαύριοι, ἄλλα
τε ἔθνεα πολλὰ ἀναμεμίχαται…»
[βιβλίο «Κλειώ»], «ἔθνεα
Βοιωτῶν καὶ Χαλκιδέων»
[βιβλίο «Τερψιχόρη»], «Μακεδόνων ἔθνεα»
[βιβλίο «Ερατώ»] κ.ά.)
Η έννοια της
πανελλήνιας εθνικής συνείδησης, έστω και σε πρώιμο στάδιο· και η γνώση ότι
υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία που ενώνουν τις διάφορες ελληνικές φυλές και
πόλεις-κράτη, κάτω από τον όρο «Έλληνες» δεν απουσιάζει («οἱ δὲ Ἕλληνες
κατὰ τάξις τε καὶ κατὰ ἔθνεα
κεκοσμημένοι ἦσαν»
[«Ηροδότου ιστορίαι», βιβλίο «Πολύμνια»]), όπως δεν απουσιάζει και η κατανόηση
της ελληνικότητας («τὸ Ἑλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν
τε καὶ ὁμόγλωσσον
καὶ θεῶν ἱδρύματά
τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά
τε ὁμότροπα» [«Ηροδότου
ιστορίαι», βιβλίο «Ουρανία»]). Τα ιστορικά τεκμήρια είναι αρκετά.
Ενδεικτικά:
1. Στους
Ολυμπιακούς Αγώνες, συμμετείχαν μόνο όσοι ήταν Έλληνες και την ευθύνη της
εξακρίβωσης της καταγωγής των αθλητών, επιφορτίζονταν οι γνωστοί Ελλανοδίκες,
ή Ελληνοδίκες (Έλλην+δίκη). Ο Ηρόδοτος αναφέρει μάλιστα, ότι απ’ αυτόν τον
έλεγχο πέρασε και ο βασιλιάς των Μακεδόνων Αλέξανδρος ο Α’ κι αφού απέδειξε
την ελληνικότητά του, τού επετράπη να συμμετάσχει στους αγώνες («πρὸς
δὲ καὶ οἱτὸν ἐν Ὀλυμπίῃ διέποντες ἀγῶνα Ἑλληνοδίκαι
οὕτω ἔγνωσαν
εἶναι. Ἀλεξάνδρου
γὰρ ἀεθλεύειν ἑλομένου
καὶ καταβάντος ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο,
οἱ ἀντιθευσόμενοιἙλλήνων ἐξεῖργόν
μιν, φάμενοι οὐ βαρβάρων ἀγωνιστέων
εἶναι τὸν ἀγῶνα ἀλλὰ Ἑλλήνων· Ἀλέξανδρος
δὲ ἐπειδὴ ἀπέδεξε ὡς
εἴη Ἀργεῖος, ἐκρίθη
τε εἶναιἝλλην
καὶ ἀγωνιζόμενος
στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ»
[«Ηροδότου ιστορίαι», βιβλίο «Τερψιχόρη»]).
2. Σε κείμενο που
έγραψε ο Ισοκράτης με αφορμή τους εκατοστούς Ολυμπιακούς Αγώνες και το οποίο
απέστειλε για ανάγνωση στην Ολυμπία, διαβάζουμε: «Ταύτην γὰρ
οἰκοῦμεν
οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες
οὐδ’ ἐρήμην
καταλαβόντες οὐδ’ ἐκ
πολλῶν ἐθνῶν
μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ’
οὕτω καλῶς
καὶ γνησίως
γεγόναμεν, ὥστ’ ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν,
ταύτην ἔχοντες ἅπαντα
τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες…».
Δηλαδή: «Κατοικούμε
σ’ αυτήν την χώρα, χωρίς να έχουμε εκδιώξει άλλους από εδώ, ούτε την
καταλάβαμε βρίσκοντάς την έρημη, ούτε είμαστε μιγάδες ανακατεμένοι από
διάφορα έθνη ανθρώπων, αλλά υπάρχουμε καλώς και γνησίως, διότι κατέχουμε την
χώρα στην οποία γεννηθήκαμε και ζούμε καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας μας,
αφού είμαστε αυτόχθονες…»(Πανηγυρικός, εδάφιο 24).
3. Στον
«Πανηγυρικό» που εκφώνησε προς τους Αθηναίους ο Ισοκράτης, αναφέρεται
σαφέστατα στο γένος των Ελλήνων: «Τοσοῦτον
δ’ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν
περὶ τὸ φρονεῖν
καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ’
οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων
διδάσκαλοι γεγόνασι, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνωνὄνομα
πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς
διανοίας δοκεῖν εἶναι,
καὶ μᾶλλον Ἕλληνας
καλεῖσθαι τοὺς
τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς
τῆς κοινῆς
φύσεως μετέχοντας».
Δηλαδή: «Είναι
δε τόσο μεγάλη η απόσταση που χωρίζει την πολιτεία μας από τούς άλλους
ανθρώπους ως προς την πνευματική ανάπτυξη και την τέχνη τού λόγου, ώστε οι
μαθητές της έχουν γίνει διδάσκαλοι τών άλλων και κατόρθωσε ώστε το όνομα τών
Ελλήνων να είναι σύμβολο όχι πλέον τής καταγωγής αλλά τής πνευματικής
ανυψώσεως, και να ονομάζονται Έλληνες εκείνοι που παίρνουν τη δική μας
μόρφωση και όχι αυτοί που έχουν την ίδια καταγωγή».
4. Στην μάχη του
Μαραθώνα (490 π.Χ.), ο Σιμωνίδης ο Κείος αφιέρωσε το εξής επίγραμμα: «Ελλήνων
προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι, χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν»
(Μετάφραση: «Αμυνόμενοι υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα,
κατέστρεψαν τη δύναμη των χρυσοφορεμένων Περσών»). Να θυμίσουμε, ότι
στην νικηφόρα μάχη του Μαραθώνα, απέναντι από τους 55.000 Πέρσες, μαζί με
τους 10.000 Αθηναίους, συντάχθηκαν και 1.000 Πλαταιείς, ενώ υπήρχε και
στρατιωτική βοήθεια 1.000 οπλιτών από την Σπάρτη, που όμως έφτασε
καθυστερημένα στο πεδίο της μάχης.
Στην ναυμαχία της
Σαλαμίνας που ακολούθησε το ίδιο έτος, ο Αισχύλος (ο οποίος συμμετείχε ενεργά
στην μάχη του Μαραθώνα και στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας)
μάς αφηγείται μέσα από την τραγωδία του «Πέρσες», τον παιάνα των Ελλήνων: «Ὦ παῖδεςἙλλήνων ἴτε, ἐλευθεροῦτε
πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε
δὲ παῖδας,
γυναῖκας, θεῶν
τέ πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ
πάντων ἀγών». (Μετάφραση:
«Εμπρός, τέκνα των Ελλήνων, ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε τα παιδιά
σας, τις γυναίκες σας, τα ιερά των πατρογονικών θεών σας, τους τάφους των
προγόνων σας· τώρα ο αγώνας είναι για τα πάντα»).
5. Έλληνες δεν
λογίζονταν μόνο όσοι κατοικούσαν στον κυρίως ελλαδικό χώρο, αλλά και έξω απ’
αυτόν. Το 481 π.Χ., έναν χρόνο πριν την επική μάχη των Θερμοπυλών (480
π.Χ.), συγκλήθηκε πανελλήνιο συνέδριο στην Κόρινθο, για να αποφασιστεί η
στάση που θα έπρεπε να κρατήσουν οι Έλληνες απέναντι στους Πέρσες.
Προσκλήθηκαν επίσης οι Έλληνες της Μασσαλίας και της Κριμαίας, που δεν
μπόρεσαν να προσέλθουν λόγω απόστασης, ενώ το παρόν έδωσαν οι Έλληνες της
Κάτω Ιταλίας, οι Κρήτες, οι Κερκυραίοι κ.ά. Σ’ αυτό το συνέδριο δεν
προσκλήθηκαν μόνο οι Έλληνες που είχαν υποταχθεί στους Πέρσες, δηλαδή οι
Έλληνες της Κύπρου, της Αιγύπτου, της Ιωνίας, της Μακεδονίας κ.ά. Έχουν
ιδιαίτερη σημασία δε, οι δύο εκ των αποφάσεων που τελικά ελήφθησαν και που όριζαν
πως:
α) Οι Έλληνες να
πολεμήσουν μέχρι θανάτου τους Πέρσες.
β) Να τιμωρηθούν
όσοι Έλληνες πολεμήσουν με το μέρος των Περσών.
6. Τις παραμονές
της ιστορικής μάχης των Πλαταιών (479 π.Χ.), όπου σύμφωνα και με το επίγραμμα
του περιηγητή Παυσανία «Σε αυτόν το πόλεμο πολέμησαν: Λακεδαιμόνιοι,
Αθηναίοι, Κορίνθιοι, Τεγεάτες, Σικυώνιοι, Αιγινήτες, Μεγαρείς, Επιδαύριοι,
Ορχομένιοι, Φλειάσιοι, Τροιζήνιοι, Ερμιονείς, Τιρύνθιοι, Πλαταιείς, Θεσπιείς,
Μυκηναίοι, Κείοι, Μήλιοι, Τήνιοι, Νάξιοι, Ερετριείς, Χαλκιδείς, Στυρείς,
Ηλείοι, Ποτειδαιάτες, Λευκάδιοι, Ανακτορείς, Κύθνιοι, Σίφνιοι, Αμβρακιώτες
και Λεπρεάτες», ο βασιλιάς των Μακεδόνων, Αλέξανδρος ο Α’, που είχε υποταχθεί
στους Πέρσες, πάει κρυφά στο στρατόπεδο των Ελλήνων και τους μεταφέρει το
στρατιωτικό σχέδιο του Μαρδόνιου και αιτιολόγησε την πράξη του, ότι ως
Έλληνας δεν θα ήθελε να δει την Ελλάδα σκλαβωμένη: «αὐτός
τε γὰρ Ἕλλην
γένος εἰμὶ τὠρχαῖον
καὶ ἀντ᾽ ἐλευθέρης
δεδουλωμένην οὐκ ἂνἐθέλοιμι ὁρᾶν
τὴν Ἑλλάδα»
(«Ηροδότου ιστορίαι», βιβλίο «Καλλιόπη»).
7. Όπως εξιστορεί ο
Αρριανός, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος νίκησε τους Πέρσες στην μάχη του Γρανικού
ποταμού (334 π.Χ), αιχμαλώτισε όσους Έλληνες είχαν πολεμήσει ως μισθοφόροι
στο πλευρό των Περσών και είχαν παραβιάσει την κοινή απόφαση, να μην
πολεμήσουν Έλληνες εναντίον Ελλήνων, και τους έστειλε στη Μακεδονία για να
εργαστούν σε καταναγκαστικά έργα. Παράλληλα έστειλε 300 περσικές πανοπλίες
στην Αθήνα, ως ανάθημα στη θεά Αθηνά, με τη εντολή να συνοδεύεται από το
επίγραμμα «Ἀλέξανδρος Φιλίππου
καὶ οἱ Ἕλληνες
πλὴν
Λακεδαιμονίων ἀπὸ τῶν
βαρβάρων τῶν τὴν Ἀσίαν
κατοικούντων»:
«ἔθαψε
δὲ καὶ τοὺς
μισθοφόρους Ἕλληνας,
οἳ ξὺν
τοῖς πολεμίοις
στρατεύοντες ἀπέθανον. ὅσους
δὲ αὐτῶν
αἰχμαλώτους ἔλαβε,
τούτους δὲ δήσας ἐν
πέδαις εἰς Μακεδονίαν ἀπέπεμψεν ἐργάζεσθαι, ὅτι
παρὰ τὰ κοινῇ δόξαντα
τοῖς Ἕλλησιν Ἕλληνες ὄντες ἐναντία
τῇ Ἑλλάδι ὑπὲρ
τῶν βαρβάρων ἐμάχοντο.ἀποπέμπει
δὲ καὶ εἰς Ἀθήνας
τριακοσίας πανοπλίας Περσικὰς ἀνάθημα
εἶναι τῇ Ἀθηνᾷ ἐν
πόλει. καὶ ἐπίγραμμα ἐπιγραφῆναι ἐκέλευσε
τόδε. Ἀλέξανδρος Φιλίππου
καὶ οἱ Ἕλληνες
πλὴν
Λακεδαιμονίων ἀπὸ τῶν
βαρβάρων τῶν τὴν Ἀσίαν
κατοικούντων» («Αλεξάνδρου Ανάβασις», Βιβλίο Α).
8. Αιώνες αργότερα,
τον 15ο αιώνα, όταν ο όρος «Έλληνας» είχε αποκτήσει μια αρνητική σημασία, ο
Έλληνας φιλόσοφος Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, «υπενθυμίζει» στον αυτοκράτορα
του Βυζαντίου, Εμμανουήλ Παλαιολόγο, πως «Ἑλληνες ἐσμέν ὧν ἡγεῖσθε
καί βασιλεύετε, δέσποτα, ὡς ἡ φωνή ἡμῶν
καί ἡ πάτριος
παιδεία μαρτυρεῖ» (Μετάφραση:
«Έλληνες είμαστε, αυτοί των οποίων είστε βασιλιάς, όπως η γλώσσα μας και η
παιδεία μας μαρτυρούν»).
[Πηγή:
arxaia-ellinika.blogspot.gr]
======================================================
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΕΙΝΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΕΙΝΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ
Posted: 19 Jan 2015
05:28 AM PST
Ελληνική Γλώσσα: Το τελειότερο εργαλείο που επινόησε
ποτέ ο ανθρώπινος εγκέφαλος
Διαδικτυακοί
μου φίλοι, που υιοθετήσατε με περίσσια ευκολία τον τρόπο επικοινωνίας που σας
πλάσαραν τα μιάσματα της νέας τάξης πραγμάτων, τα γρεκοαγγλικά, διαπράττετε έγκλημα
κατά της χώρας σας, της ιστορίας σας, των προγόνων σας και κυρίως κατά των
παιδιών σας.
Τους στερείτε την μεγαλύτερη
κληρονομιά που θα μπορούσε να έχει ένας λαός, τους στερείτε αυτό που
δικαιωματικά τους ανήκει και που πολλοί λαοί θα ήθελαν.
Τους στερείτε την σκέψη, την
αντίληψη, την εξέλιξη, τους στερείτε το μέλλον.
Σταματήστε αυτό το έγκλημα,
σταματήστε τα Greeklish…
Ας δούμε τι είπαν για την
Ελληνική γλώσσα…
Κικέρων
(ο ενδοξότερος ρήτωρ της αρχαίας Ρώμης):
«Ει οι θεοί διαλέγονται, τη των
Ελλήνων γλώττι χρώνται»
Huan Azio (Βάσκος
γερουσιαστής):«Διά την διεθνοποίησιν της Ελληνικής γλώσσης μεγάλην έχομεν
ευθύνην, ως ουκ ούσαν άλλην γλώσσαν αυτής ανωτέραν».
Errieta Valter (Γαλλίδα
γλωσσολόγος):«Η Ελληνική γλώσσα είναι η μόνη στην Ευρώπη που δεν υπέκυψε σε
καμία κατοχή».
Wandruska (καθηγητής Γλωσσολογίας
Πανεπ. Βιέννης):«Οι ευρωπαϊκές γλώσσες φαίνονται ως διάλεκτοι της Ελληνικής».
Sagredo και Puhana (Βάσκοι
Ελληνιστές):«Η Ελληνική γλώσσα και
παιδεία αποτελουσι το θεμέλιον του Δυτικού πολιτισμού. Πάντες δε Ευρωπαίοι
οφειλέται της Ελλάδος εσμέν».
M. Ventris (“Aγγλος επιστήμων που
αποκρυπτογράφησε τη Γραμμική γραφή Β”):«Η αρχαία Ελληνική γλώσσα ήτο και
είναι η ανωτέρα όλων των παλαιοτέρων και νεωτέρων γλωσσών».
U. Wilamowitz (Γερμανός
φιλόλογος):«Η Ελληνική φυλή, ανωτέρα κάθε άλλης, είναι και μητέρα κάθε
πολιτισμού».
Βολταίρος (Γάλλος
διανοητής):«Είθε η Ελληνική γλώσσα να γίνει κοινή όλων των λαών».
Var. Goeger (Γερμανός σοφός):«Ο
Ευρωπαϊκός πολιτισμός ξεκινά από την Ελλάδα».
Goethe (ο κορυφαίος Γερμανός ποιητής):«Η
Ελλάδα είναι ο νους και η καρδιά της οικουμένης».
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ,
«Παγκόσμια Ιστορία»:«Χωρίς τα θεμέλια που έθεσαν οι Έλληνες δεν θα υπήρχε ο
νεώτερος ευρωπαϊκός πολιτισμός. Η Ελληνική λογοτεχνία είναι η αρχαιότερη της
Ευρώπης».
Hellen Keler (η διάσημη τυφλή
Αμερικανίδα συγγραφέας):«Όπως το βιολί είναι το τελειότερο μουσικό όργανο,
έτσι και η Ελληνική γλώσσα».
H.F. Kitto (“Aγγλος καθηγητής
Πανεπιστημίου):«Όλοι οι κλάδοι της λογοτεχνίας και της επιστήμης αρχίζουν με
τους Έλληνες. Η Ελληνική γλώσσα είναι η πιο καθαρή και η πιο πλούσια στον
κόσμο».
Irina Kovaleva (Ρωσσίδα
καθηγήτρια Πανεπιστημίου Μόσχας):«Η Ελληνική γλώσσα είναι όμορφη σαν τον
ουρανό με τ” άστρα».
Maurice Kruaze (Γάλλος
Ακαδημαϊκός):«Οι άνθρωποι θα ανατρέχουν πάντα στις πηγές της Ελληνικής
κλασσικής αρχαιότητας για να δροσιστούν».
Furtvengler (καθηγήτρια
Πανεπιστημίου Βιέννης):«Η Ρώμη στάθηκε μία αιώνια πόλη, αλλά η Αθήνα είναι
κόσμος ολόκληρος».
Marianne McDonald (η πρωτεργάτις
του TLG)«Η γνώση της Ελληνικής γλώσσας είναι απαραίτητο θεμέλιο υψηλής
πολιτιστικής καλλιέργειας».
Karl Marx (ο θεμελιωτής του
Μαρξισμού):«Οι αξίες του Ελληνικού Πολιτισμού παραμένουν άφθαστα πρότυπα».
Bernard Shaw (Ιρλανδός
συγγραφέας):«Αν στη βιβλιοθήκη σας δεν έχετε έργα των αρχαίων Ελλήνων
συγγραφέων, τότε μένετε σ” ένα σπίτι χωρίς φως».
Martin Heideger (φιλόσοφος):«Για
τους Έλληνες η ύψιστη προίκα τους είναι η γλώσσα τους, στην οποία η παρουσία
(φιλοσοφικός όρος) ως τοιαύτη φθάνει στην εκκάλυψη και στην κάλυψη. Όποιος δε
μπορεί να δει τη δωρεά ενός τέτοιου δώρου προς τον άνθρωπο και όποιος δε
μπορεί ν” αντιληφθεί τον προορισμό ενός τέτοιου πεπρωμένου, καθόλου δε θ”
αντιληφθεί τον λόγο περί του προορισμού του είναι, όπως ο φυσικός τυφλός δε
μπορεί ν” αντιληφθεί τι είναι το φως και το χρώμα». «Τα αρχαία Ελληνικά δεν είναι
μία γλώσσα, αλλά «Η Γλώσσα»».
Werner Heisenberg (Γερμανός
φυσικομαθηματικός-φιλόσοφος):«Η θητεία μου στην Ελληνική γλώσσα υπήρξε η
σπουδαιότερη πνευματική μου άσκησις. Στη γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη
αντιστοιχία μεταξύ της λέξεως και του εννοιολογικού της περιεχόμενου».
Marriane McDonald (η πρωτεργάτις
του TLG):«Η Γλώσσα της Ελευθερίας, ο Ένδοξος θησαυρός της Ελλάδος, η Δόξα της
Ελλάδος, ανήκει σε όλους μας και έχει διαμορφώσει την επιστημονική και
λογοτεχνική κληρονομιά του Δυτικού Κόσμου. […] Η ιστορία της Ελληνικής
γλώσσας αποτελεί την ιστορία της φιλοσοφικής και πολιτιστικής εξέλιξης του
ανθρώπου της Δύσης. Από όλα τα ανθρώπινα δημιουργήματα, η Ελληνική γλώσσα
είναι το καταπληκτικότερο. Η γνώση της Ελληνικής γλώσσας, της ζωής και των
σχέσεων στις οποίες οι Έλληνες εξέφρασαν τη σκέψη τους και τα αισθήματά τους,
είναι ουσιαστικά αντιπροσωπευτικά στοιχεία για έναν υψηλό πολιτισμό. Δεν
υπάρχει πιο όμορφη γλώσσα από την Ελληνική. Έχει διατηρήσει την ομορφιά της
μέσα στους αιώνες, όχι μόνο με τη μορφή και τους ήχους της, αλλά και με τις
ηθικές ιδέες που εκφράζει. […] Οι Έλληνες μας έδωσαν το χρυσό μέτρο και τη
χρυσή τους γλώσσα. […] Η Ελληνική γλώσσα πρέπει να διαιωνιστεί ως πολύτιμος
και ωραίος θησαυρός. […] Πρέπει να ξεκινήσουμε μία νέα σταυροφορία για την
υπεράσπιση της Ελληνικής γλώσσας και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης του
παρελθόντος. Η Ελληνική γλώσσα είναι ένα γερό κτίσμα όσο ο Παρθενώνας. […] Ας
εργαστούμε όλοι μαζί για να λαμπρύνουμε το θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας και
να τον κάνουμε κτήμα προσιτό σε όλον τον κόσμο».
G. Murray (καθηγητής της
Ελληνικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης):«Η Ελληνική είναι η τελειότερη
γλώσσα. Συχνά διαπιστώνει κανείς ότι μία σκέψη μπορεί να διατυπωθεί με άνεση
και χάρη στην Ελληνική, ενώ γίνεται δύσκολη και βαριά στην Λατινική, Αγγλική,
Γαλλική ή Γερμανική. Είναι η τελειότερη γλώσσα επειδή εκφράζει τις σκέψεις
των τελειότερων ανθρώπων».
T.L. Heath (Βρετανός
μαθηματικός):«Η Ελληνική γλώσσα προσφερόταν κατά εξαιρετικό τρόπο ως όχημα
της επιστημονικής σκέψεως. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της γλώσσας του
Ευκλείδη είναι η θαυμαστή ακρίβεια. Η γλώσσα των Ελλήνων είναι επίσης
θαυμασίως περιεκτική. Στον Αρχιμήδη, στον Ήρωνα, στον Πτολεμαίο και στον Πάππο
θα βρούμε πραγματικά πρότυπα περιεκτικών δηλώσεων».
Huan Puhana Arza (Βάσκος
Ελληνιστής):«Η της Ελληνικής γλώσσης σαφήνεια, η τελειότης, η ελασιμότης και
πλούτος τοσούτοι εισίν ή πάσας άλλας γλώσσας υπερίσχυκε και ικανή του
δημιουργείν και αναπτύσσειν τοσούτον πολιτισμόν ή πάσαι άλλαι ήττονές εισίν,
αλλ” αφειλέται αυτής».
M. Ventris:«Η αρχαία Ελληνική
γλώσσα είχε ανωτερότητα και εξακολουθεί να έχει απέναντι σε όλες τις νεώτερες
γλώσσες και, γιατί όχι, απέναντι σε όλες τις λατινικές, γερμανικές ή
σλαβικές. Αυτό το εργαλείο είναι το τελειότερο πνευματικό εργαλείο που
σφυρηλάτησε ποτέ η ανθρώπινη νόησις».
Jean Bouffartigue kai Anne-Marie
Delrieu (Γάλλοι λεξικογράφοι):«Μακρινή πηγή του πολιτισμού μας η Ελλάδα, βρίσκεται
ζωντανή μέσα στις λέξεις που λέμε. Σχηματίζει κάθε μέρα τη γλώσσα μας. Οι
βάσεις και ο εξοπλισμός του επιστημονικού λεξιλογίου ήρθαν από την Ελλάδα,
ακόμα και στην αρχαιότητα. Τα δάνεια όμως εξακολούθησαν, και όχι μόνο από
συνήθεια. Συνέχισαν, διότι η Ελληνική γλώσσα προσφέρεται με αξιοθαύμαστο
τρόπο, πολύ περισσότερο από ό,τι η Λατινική, για την δημιουργία των λέξεων
ανάλογα με τις ανάγκες.
Η Ελληνική γλώσσα δεν παρείχε πια αρκετές λέξεις για τον αυξανόμενο αριθμό νέων εννοιών. Παρουσιάστηκε τότε η ιδέα να χρησιμοποιηθούν οι μέθοδοι που εφάρμοζαν οι Έλληνες για να αυξάνουν το λεξιλόγιό τους. Η δομή της γλώσσας τους τούς επέτρεπε να συνθέτουν λέξεις μ” έναν τρόπο απλό και αποτελεσματικό. Τους μιμήθηκαν κατασκεύασαν μία νέα λέξη, την οποία μετέτρεψαν στη γλώσσα τους (γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά). Η μίμηση τις πιο πολλές φορές είναι πετυχημένη, διότι οι κατασκευαστές Ελληνικών λέξεων είναι εξαίρετοι Ελληνιστές».
Η Ελληνική γλώσσα δεν παρείχε πια αρκετές λέξεις για τον αυξανόμενο αριθμό νέων εννοιών. Παρουσιάστηκε τότε η ιδέα να χρησιμοποιηθούν οι μέθοδοι που εφάρμοζαν οι Έλληνες για να αυξάνουν το λεξιλόγιό τους. Η δομή της γλώσσας τους τούς επέτρεπε να συνθέτουν λέξεις μ” έναν τρόπο απλό και αποτελεσματικό. Τους μιμήθηκαν κατασκεύασαν μία νέα λέξη, την οποία μετέτρεψαν στη γλώσσα τους (γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά). Η μίμηση τις πιο πολλές φορές είναι πετυχημένη, διότι οι κατασκευαστές Ελληνικών λέξεων είναι εξαίρετοι Ελληνιστές».
H.F. Kitto (Βρετανος καθηγητής
Πανεπιστημίου Bristol):«Είναι στη φύση της Ελληνικής γλώσσας να είναι
ακριβής, καθαρή και σαφής. Η ασάφεια και η έλλειψη άμεσης ενοράσεως, που
χαρακτηρίζει μερικές φορές τα Αγγλικά, καθώς και τα Γερμανικά, είναι εντελώς
ξένες στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί με αυτή τη σαφήνεια και τη δημιουργικότητα
και τη σοβαρότητα, βρίσκουμε επίσης ευαισθησία και άψογη κομψότητα».
Albert Zursen:«Δε μπορεί κανείς
ν” αναφερθεί στα Ελληνικά γράμματα, χωρίς να αναφέρει ότι και η ίδια η
γλώσσα, μία από τις ωραιότερες απ” όσες μίλησαν πoτέ οι άνθρωποι, εξακολουθεί
να ζει και σήμερα στην επιστημονική ορολογία της εποχής μας, παρέχοντάς μας
μία αστείρευτη πηγή νέων όρων».
W. Thompson (καθηγητής Φυσικής
Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο St. Andrews):«Υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι τα
Ελληνικά δε χρειάζονται. Πράγματι, υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους τα
Ελληνικά δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Υπάρχουν όμως και θα
εξακολουθήσουν να υπάρχουν πολλοί άλλοι, που στην Ελληνική σοφία και στην
γλυκιά Ελληνική γλώσσα ανακαλύπτουν κάτι που το έχουν ανάγκη και που χωρίς
αυτό θα ένιωθαν στ” αλήθεια φτωχοί: κάτι που είναι σαν ραβδί στο χέρι, φως
στο μονοπάτι, φάρος-οδηγός… Και όταν κάποιος τους ρωτήσει για ποιό λόγο
ασχολούνται με την Ελληνική γλώσσα, το πιθανότερο είναι ότι θα μείνουν άφωνοι
μπροστά στην τερατώδη ύβρη της ερωτήσεως και ο λόγος της αφοσιώσεώς τους θα
μείνει για πάντα κρυμμένος από τον ερωτώντα».
Edward Gibbon (Βρετανός
ιστορικός):«Οι Βυζαντινοί
εξακολουθούσαν να κατέχουν το χρυσό κλειδί που μπορούσε να ξεκλειδώνει τους
θησαυρούς της αρχαιότητος: τη μουσική και την πλούσια Ελληνική γλώσσα που
δίνει ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων και σώμα στις αφηρημένες έννοιες της
φιλοσοφίας».
Mary Shelley:«Η γλώσσα των
Ελλήνων, σε ποικιλία, απλότητα, ευλυγισία και πιστότητα ξεπερνά κάθε άλλη».
Johann Wolfgang von Goethe:«“Aκουσα
στον “Aγιο Πέτρο της Ρώμης το Ευαγγέλιο σε όλες τις γλώσσες. Η Ελληνική
ξεχώρισε, άστρο λαμπερό μέσα στη νύχτα».
Φρειδερίκος Νίτσε («Η Γένεση της
Τραγωδίας», κεφ. XV, 1872)«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο
δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από
τους Έλληνες.
Η προσπάθεια αυτή
είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν (οι
δυτικοευρωπαίοι) δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού,
έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το Ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνόταν κατέληγε να μοιάζει με
φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.
Έτσι ξανά και ξανά μια οργή
ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού
και αλαζονικού έθνους που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικό (για κάθε
εποχή) ό,τι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του.
Μα ποιοι, επιτέλους, είναι αυτοί
των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τόσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο
περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια
εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος;
Κανένας από τους
επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με
το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε από αυτούς.
Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της
ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη
ομορφιά τους.
Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να
νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες.
Βέβαια, πού και πού, κάποιος
εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι
οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα
τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής
ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους (Έλληνες), οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην
άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου